- αρμάθα
- αρμάθα, η και αρμαθιά, ητσαπέλα, περιδέραιο: Του 'δωσε μια αρμαθιά σύκα. – Φορούσε μια αρμαθιά από φλουριά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρμάθα — και αρμαθιά, η [αρμάθι] σύνολο από ομοειδή ή όμοια πράγματα περασμένα στη σειρά από σπάγγο ή σύρμα («μια αρμάθα κλειδιά» «μια αρμαθιά σύκα») … Dictionary of Greek
Ιλαρίων Σιναΐτης ο Κρης — (Αρμάθα Πεδιάδας, Κρήτη περ. 1765 – Τίρνοβο, Βουλγαρία 1838). Λόγιος κληρικός, μητροπολίτης Τιρνόβου Βουλγαρίας (1821 27, 1830 38). Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Σινά, όπου εκάρη μοναχός. Το 1792 παρακολούθησε μαθήματα στην Πατμιάδα Σχολή και το 1797… … Dictionary of Greek
πλεξίδα — πλεξίδα, η και πλεξούδα, η 1. πλόκαμος μαλλιών, κοτσίδα ή τρόπος χτενίσματος: Κάνε τα μαλλιά σου πλεξούδα. 2. αρμάθα σε σχέδιο πλεξίδας: Κάναμε τα κρεμμύδια πλεξούδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)